- σκοτώδης
- -ῶδες, Α [σκότος]1. σκοτεινός, σκοτοειδής2. ασαφής («σκοτωδέστερον δὲ τοῡτο καὶ ξενικώτερον», Πλάτ.)3. αυτός που πάσχει από σκοτοδινία, που παθαίνει ιλίγγους4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκοτῶδεςσκοτεινότητα, σκοτεινιά («ξὺν ὅλῳ τῷ σώματι στρέφειν πρὸς τὸ φανὸν ἐκ τοῡ σκοτώδους», Πλάτ.)5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκοτώδεαη σκοτοδινία6. φρ. «σκοτώδης νόσος» — σκοτοδίνη, ίλιγγος.
Dictionary of Greek. 2013.